ῥεπτικόν

ῥεπτικόν
ῥεπτικός
inclining
masc acc sg
ῥεπτικός
inclining
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρεπτικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ρέπει, που κλείνει προς κάτι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥεπτικόν η ροπή, η κλίση. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το αμάρτυρο *ῥεπτός (< ῥέπω) που εμφανίζεται εν συνθέσει στο επίθ. ἄρρεπτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”